- θελεμός
- ο повеление, воля (чья-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θελεμός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek
θελεμόν — θελεμός masc/fem acc sg θελεμός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμωτέρῳ — θελεμός masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμῶς — θελεμός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)