θελεμός

θελεμός
ο повеление, воля (чья-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θελεμός" в других словарях:

  • θελεμός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… …   Dictionary of Greek

  • θελεμόν — θελεμός masc/fem acc sg θελεμός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελεμωτέρῳ — θελεμός masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελεμῶς — θελεμός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»